- ἀλαῶπις
- ἀλα-ῶπις, ιδος, ἡ, pecul. fem. of sq., Emp.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλαώπις — ἀλαῶπις ( ιδος), η (Α) θηλ. τού ἀλαωπός … Dictionary of Greek
ἀλαῶπιν — ἀλαῶπις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαώπιδι — ἀλαῶπις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαώπιδος — ἀλαῶπις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… … Dictionary of Greek